- τείνουσα
- τείνωstretchpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεινούσας — τεινούσᾱς , τείνω stretch pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) τεινούσᾱς , τείνω stretch pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασιτείνουσα — η (συγκ.) ονομασία που δόθηκε από λογίους τής εποχής στο πρώτο, στην Ελλάδα, ιπποκίνητο λεωφορείο το οποίο το 1831 εξυπηρετούσε τη συγκοινωνία Ναυπλίου Άργους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾱς + τείνουσα, μτχ. τού τείνω] … Dictionary of Greek